- βουρδών
- βουρδών, ῶνος, ὁ,A = βορδών, mule, IG5(1).1115 Bi37, Edict.Diocl. 14.10, PLips.87.1 (iv A. D.):—hence [full] βουρδωνάριος, ὁ, muleteer, Edict. Diocl.7.17, Sch.Ar.Th.498: [full] βουρδωνάριον, τό, Dim. of βουρδών, PRyl.238.11 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.